- γόνατο
- Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη αρθρική επιφάνεια της κνήμης μόνο στο κεντρικό τμήμα· η διαφορά καμπυλότητας που υπάρχει μεταξύ των δύο αρθρικών επιφανειών εξουδετερώνεται με την παρεμβολή δύο ινοχόνδρινων μηνοειδών δίσκων, που αποκαλούνται διάρθριοι μηνίσκοι του γ. Η άρθρωση διαθέτει ισχυρούς συνδέσμους και παρουσιάζει φυσιολογική κινητικότητα κάμψης, έκτασης περίπου 135°. Μικρές πλάγιες και στροφικές κινήσεις μπορεί να γίνουν με το γ. σε κάμψη. Οι συχνότερες παθήσεις του γ. είναι τραυματικής αιτιολογίας ή φλεγμονώδους και εκφυλιστικής φύσης. Από τις πρώτες, ιδιαίτερα συχνή είναι η ρήξη ενός ή και των δύο μηνίσκων και οφείλεται συνήθως σε απότομη έκταση της άρθρωσης, εξαιτίας της οποίας οι δύο ινοχόνδρινοι δίσκοι, που φυσιολογικά κινούνται ακολουθώντας την κίνηση των κονδύλων, δεν κατορθώνουν vα ακολουθήσουν με την ίδια ταχύτητα την κίνηση της κνήμης και του μηρού. Έτσι συμπιέζονται ανάμεσα στις δύο αρθρικές επιφάνειες με αποτέλεσμα τη ρήξη τους: το ίδιο μπορεί να συμβεί και από υπερβολική στροφική κίνηση του γ.
γ. άλτη. Επώδυνη φλεγμονή του τένοντα, που συνδέει την επιγονατίδα με την κορυφή του οστού της κνήμης. Ο τραυματισμός προκαλείται συνήθως από επανειλημμένες υπερεκτάσεις του γ.
γ. δρομέα. Φλεγμονή στο έξω μέρος του γ., που προκαλείται από διάταση του ινώδους ιστού που στηρίζει το έξω μέρος της άρθρωσης του γ. Παρουσιάζεται σε δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Το γ. δρομέα ονομάζεται επίσης φλεγμονή του τένοντα της επιγονατίδας.
Άρθρωση του γόνατος σε κάμψη· η επιγονατίδα είναι στραμμένη προς τα κάτω. 1) Κόνδυλοι του μηριαίου· 2) πρόσθιος και οπίσθιος χιαστός σύνδεσμος· 3) μηνίσκος· 4) κνήμη· 5) τένοντας του τετρακέφαλου μυός· 6) επιγονατίδα.
* * *και γόνα και γόνυ, το (AM γόνυ, Μ και γόνατον)1. η άρθρωση μεταξύ μηρού και κνήμης2. κόμπος στον βλαστό τού καλαμιού και άλλων φυτών3. φρ. α) «έπεσα στα γόνατα του», «ἐς γόνατά τινι πεσεῑν», «ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν», «πίπτειν πρὸς τὰ γόνατά τινος» — ικετεύω, θερμοπαρακαλώβ) «μού λύθηκαν τα γόνατα», «γούνατα λύτο» — έπεσα κάτω, κατέρρευσαμσν.- νεοελλ.φρ.1. «κλίνω το γόνυ» — γονατίζω σε ένδειξη σεβασμού ή ικεσίας2. «πέφτω στα γόνατα», «πίπτω εἰς γόνυ» — γονατίζω, ικετεύω3. «ὁ ἐπὶ τῶν γονάτων» — ο διάκονος που βοηθάει τον αρχιερέα να φορέσει τα άμφια τουνεοελλ.φρ.1. «ένα γόνα» — ένας πήχυς περίπου2. «μού κόπηκαν τα γόνατα» — κατέρρευσα από υπερβολικό φόβο ή θλίψη3. «γραμμένο στο γόνατο» — γραμμένο με προχειρότητα4. «το γλέντι, ο χορός πήγε γόνα» — διασκεδάσαμε πάρα πολύ5. «το παντελόνι κάνει γόνατα» — έχει χάσει τη φόρμα του, φαρδαίνει στο μέρος τών γονάτωναρχ.φρ.1. «ἐν γούνασι πίτνων Νίκας» — είμαι νικητής2. «ἐπὶ γούνασι» — γονατιστός3. «ἐς γόνυ βάλλω» — καταβάλλω, κυριεύω4. «θεών ἐν γούνασι κεῑται»α) είναι αφιερωμένα στους θεούςβ) εξαρτάται από τους θεούς5. «κάμπτω γόνυ» — γονατίζω για να ξεκουραστώ ή για να δείξω υποταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. Το γόνυ, γόνατος (πρβλ. επικ. -ιων. γούνατος < *γονF-ατος, επικ. γουνός < *γονF-όs) εμφανίζει ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος, τού οποίου η μηδενισμένη βαθμίδα (γνυ-) απαντά σε ορισμένους ελληνικούς τύπους, όπως: γνυ-ξ*, «γνυπτείνασθενείν, μαλακίζεσθαι» (Ησύχ.), πιθ. πρόχνυ «στα γόνατα, γονατιστά» κ.ά. Εξάλλου το γόνυ συνδέεται με αντίστοιχες λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσώνπρβλ. λατ. genū, χεττιτ. genu (απαθής βαθμίδα), το χαρ. A’ kan-wem, Β’ kenīne «τα δύο γόνατα» (ετεροιωμένη βαθμίδα)αρχ. ινδ. pra-jnu, γοτθ. kniu (μηδενισμένη βαθμίδα) κ.ά. Η υπόθεση σύμφωνα με την οποία τα γίγνομαι, γιγνώσκω αποτελούν παράγωγα τού γόνυ (αν ληφθεί υπ' όψιν το αρχαίο έθιμο τής επίσημης αναγνώρισης τού παιδιού από τον πατέρα του με την τοποθέτηση του στα γόνατα τού τελευταίου) δεν γίνεται ευρύτερα αποδεκτή λόγω μορφολογικών δυσχερειών. Η λ. γόνυ συνδέθηκε επίσης με τα γουνός «ύψωμα», γωνία, ιγνύη «το πίσω μέρος τού γονάτου», ενώ αβάσιμος θεωρείται ο συσχετισμός με τη λ. γένυς. Τέλος, οι τύποι γόνατον και γόνα αποτελούν προϊόντα μεταπλασμών, και συγκεκριμένα: γόνατον < γόνατα, πληθ. τού γόνυ κατά το σχήμα πρόβατα: πρόβατονγόνα < γόνατα, πληθ. τού γόνυ κατά το σχήμα τα πράγματα το πράγμα.ΠΑΡ. γονατίδα (Α -ίς), γονατίζω, γονάτιο (AM -ιόν), γονατώδηςαρχ.γονατούμαι, γουνάζομαι, γουνούμαιμσν.γονάτειον, γονάχιοννεοελλ.γοναταριά, γονατιά, γονατιέρα, γονυαίο.ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) γονυκλινής, γονυκλισία, γονυπετήςαρχ.γονυαλγής, γονυκαμψεπίκυρτος, γονυκαυσαγρύπνα, γονύκροτοςμσν.- νεοελλ.γονατόδεσμοςνεοελλ.γονατάγρα, γονατοειδής, γονατοκήλη, γονυαλγία, γονυκαμπής, γονυκαμψία, γονύκοιλος, γονυστεφής. (Β' συνθετικό) αγόνατοςαρχ.διγόνατος, μονογόνατος, ολιγογόνατος, πολυγόνατοςνεοελλ.γοργογόνατος, τρεμογόνατος].
Dictionary of Greek. 2013.